H ιστορικός στο ΙΑΠΕ του Δήμου Καλαμαριάς κ. Μαρία Καζαντζίδου μοιράστηκε με τον ΠΑΟΚ το πόνημά της «Μία Πόλη Μία Ομάδα Μία Κληρονομιά. Ο Πανθεσσαλονίκειος Αθλητικός Όμιλος Κωνσταντινουπολιτών ως φορέας συλλογικής μνήμης και κοινωνικής καταξίωσης».
Μία Πόλη Μία Ομάδα Μία Κληρονομιά.
Ο Πανθεσσαλονίκειος Αθλητικός Όμιλος Κωνσταντινουπολιτών ως φορέας συλλογικής μνήμης και κοινωνικής καταξίωσης
Οφείλουμε να καταστήσουμε σαφές εκ των προτέρων, πως οι παρακάτω πληροφορίες αφορούν τη χρονική περίοδο 1926 με 1979 όταν το σύνολο των αθλητικών τμημάτων του ΠΑΟΚ λειτουργούσαν υπό την εποπτεία και τη φροντίδα του ΑΣ ΠΑΟΚ.
Όπως οι υπόλοιπες ομάδες προσφύγων, έτσι και οι Κωνσταντινουπολίτες με την έλευσή τους στο νέο τόπο εγκατάστασης ήρθαν αντιμέτωποι με σημαντικά προβλήματα επιβίωσης και κοινωνικής αποδοχής. Σχετικά με τους Κωνσταντινουπολίτες πρόσφυγες, θα πρέπει να σημειώσουμε πως προέρχονταν από ένα έντονα αστικό περιβάλλον, οι περισσότεροι είχαν ανώτερη μόρφωση, πνευματική καλλιέργεια και εκπροσωπούσαν τη μεσαία αστική τάξη απασχολούμενοι κυρίως στο ελεύθερο εμπόριο. Στο τόπο καταγωγής τους είχαν αναπτύξει πλούσια συλλογική δραστηριότητα με σκοπό την καλλιέργεια της ελληνικής συνείδησης και ταυτότητας.
Ο αθλητισμός είτε ως δραστηριότητα είτε ως θέαμα, πέρα από μέσω εκτόνωσης και διαφυγής από τα προβλήματα της καθημερινότητας, υπήρξε για μια μεγάλη μερίδα προσφύγων και τρόπος κοινωνικής ενσωμάτωσης. Οι προσφυγικοί αθλητικοί σύλλογοι γεννήθηκαν είτε ως τμήματα ευρύτερων συλλόγων είτε ως αυτόνομοι σύλλογοι. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η Ένωση Κωνσταντινουπολιτών, της οποίας τα μέλη σύντομα εξέφρασαν την ανάγκη δημιουργίας παραρτήματος αθλητικού τμήματος. Σε συνέλευση που πραγματοποιήθηκε ο Καλπακτσόγλου τονίζει την ανάγκη σύστασης ανεξάρτητων αθλητικών σωματείων, πρόταση με την οποία συντάχθηκε και ο Φανούριος Βυζάντιος στον οποίο αποδίδονται τα παρακάτω: «Κύριοι, θέλομεν να έχωμεν τον σύλλογο των Κωνσταντινοπολιτών. Θέλομεν να κρατήσωμεν το όνομα της πατρίδος που λέγει τόσα πολλά ... Θα ήθελα να ακουστεί η φωνή μου από εδώ, έξω, ως τους γηγενείς, εις τους Ηρακλειδείς και τους Αρειανούς και να τους ερωτήσω: Θέλετε να υπάρχει σύλλογος φέρων το όνομα της Κωνσταντινουπόλεως, ή θέλετε να σβήσωμεν το όνομα δια να μην ακούγεται;» Στα λόγια αυτά εμπεριέχεται ο βαθύτερος λόγος σύστασης ανεξάρτητου συλλόγου. Διότι δεν υπερτονίζονται οι αθλητικές δραστηριότητες αλλά η επιθυμία και η ανάγκη να μη χαθεί αυτό το κομμάτι της προσωπικής τους ταυτότητας.
Λόγω διαφωνιών όμως που προέκυψαν με το νέο Διοικητικό Συμβούλιο, οι ποδοσφαιριστές του αθλητικού τμήματος της Ένωσης Κωνσταντινουπολιτών αποχώρησαν και συνέστησαν μια νέα ανεξάρτητη ομάδα με την επωνυμία Αθλητικός Όμιλος Κωνσταντινουπολιτών. Αιτία της ανεξαρτητοποίησής τους υπήρξε η άρνηση της ΕΠΣΜ να τους συμπεριλάβει ως τμήμα στη δύναμή της καθώς η εγγραφή ενός εν δυνάμει πολιτικού σωματείου αντιτάσσονταν στις αρχές του καταστατικού της. Μέσω του Βυζάντιου και του Καλπακτσόγλου, ιδρυτικά στελέχη και οι δύο, έκλεισαν φιλικό παιχνίδι με τον Παναθηναϊκό, το μοναδικό φιλικό του συγκεκριμένου συλλόγου. Ο πληροφορητής Γιώργος Γιουλτουρίδης, σε προφορική αφήγηση, αναφέρει πως ο Καλπακτσόγλου μπήκε μέσα στην αίθουσα συμβουλίου κρατώντας ένα μεγάλο ξύλινο «Π». Κάπως έτσι πρέπει να γεννήθηκε ο Πανθεσσαλονίκειος Αθλητικός Όμιλος Κωνσταντινουπολιτών. Ένας όμιλος που αν και καθαρά αθλητικός, αποτέλεσε σαφέστατα και φορέα συλλογικής μνήμης και διατήρησης της προσφυγικής ταυτότητας.
Η φαινομενική αντίφαση που υπάρχει στην επωνυμία δημιουργείται σκόπιμα για να συζεύξει σε μία συλλογική, τις δύο ταυτότητες, του Κωνσταντινουπολίτη και του Θεσσαλονικιού. Στοχεύει στην ανάδειξη της ιδιαίτερης προέλευσης και την προβολή του νέου τόπου εγκατάστασης.
Η επιλογή της ονομασίας δηλώνει την παρουσία των Κωνσταντινουπολιτών στη Θεσσαλονίκη και την πρόθεσή τους να διατηρήσουν από τη μία τη συλλογική μνήμη του τόπου καταγωγής και από την άλλη να δηλώσουν το συνανήκειν. Ο δικέφαλος αετός, έμβλημα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, κοσμούσε το λάβαρο και τις φανέλες των αθλητών. Η επιλογή των χρωμάτων, μαύρο για το πένθος της απώλειας και άσπρο για την ελπίδα της αναγέννησης στο νέο τόπο, συντελούσε σε μια προσπάθεια σύνδεσης των δύο πόλεων. Της παλιάς και της νέας πατρίδας. Σκόπιμα ο αετός εικονίζεται με κλειστά φτερά χωρίς τα βασιλικά του εμβλήματα, αφ΄ενός για ιδεολογικούς λόγους και αφ΄ετέρου για πρακτικούς. Η τροποποίηση του καταστατικού το 1931 και η αντικατάσταση της σφραγίδας ή οποία αρχικά εικόνιζε το πέταλο και το τετράφυλλο τριφύλλι (σύμβολα εμπνευσμένα από το πακέτο τσιγάρων ΛΗΘΗ που κάπνιζε ο Κώστας Κοεμτζόπουλος) από τον δικέφαλο, ενισχύουν τον ισχυρισμό περί συμβόλων σχετικών με τον τόπο καταγωγής. Με αυτό τον τρόπο εκφράστηκε η συλλογικότητα του ομίλου το κοινό χαρακτηριστικό και όχι η αισθητική ενός ατόμου.
Μελετώντας τα καταστατικά των δύο συλλόγων διαπιστώνουμε πως υπάρχουν κοινά ονόματα στα ιδρυτικά στελέχη τα οποία ως προς το επάγγελμα ήταν χρηματιστές, εκτελωνιστές, λογιστές, δημοσιογράφοι και έμποροι. Η επαγγελματική δραστηριότητα των μελών του Δ. Σ. τους έδινε τη δυνατότητα να ενισχύουν οικονομικά το σύλλογο όταν παρουσιαζόταν ανάγκη. Επίσης πολλά από τα στελέχη είχαν και πολιτικές ιδιότητες. Η Ένωση Κωνσταντινουπολιτών μέχρι να αποκτήσει δικό της χώρο, πραγματοποιούσε τις συγκεντρώσεις της στη Λέσχη των φιλελευθέρων. Τα παραπάνω καθιστούν σαφές πως τα ιδρυτικά στελέχη του ΠΑΟΚ ήταν άτομα πεπαιδευμένα και με κοινωνικό κύρος.
Για χρονικό διάστημα δύο ετών οι δύο σύλλογοι ήταν ενεργοί παράλληλα. Σύντομα όμως η Αθλητική Ένωση Κωνσταντινουπολιτών Θεσσαλονίκης ατόνησε, αδράνησε και οι ποδοσφαιριστές της απορροφήθηκαν από τον ΠΑΟΚ ενώ τα υπόλοιπα τμήματα από άλλους προσφυγικούς συλλόγους της Θεσσαλονίκης. Έτσι ο ΠΑΟΚ αποτέλεσε το μοναδικό αθλητικό σύλλογο Κωνσταντινουπολιτών στην πόλη μας.
Ο Όμιλος είχε τμήματα σε διάφορα αθλήματα με αντιπροσωπευτικότερο όλων αυτό του ποδοσφαίρου. Αναμφισβήτητα το ποδόσφαιρο κυριαρχεί στο χώρο του αθλητισμού τόσο ως αθλητική δραστηριότητα όσο και ως θέαμα, διότι μπορεί να συσπειρώνει τα κοινωνικά στρώματα και να έλκει αθλητές και θεατές.
Από τα πρώτα χρόνια της ίδρυσής του ο ΠΑΟΚ ξεπέρασε τα στενά όρια της Κωνσταντινούπολης και συμπεριέλαβε στους κόλπους του όλους τους πρόσφυγες. Το ποδοσφαιρικό τμήμα, τόσο μέσω των αθλητών του όσο και μέσω των φιλάθλων του, υπήρξε η έκφραση του κάθε πρόσφυγα στη Θεσσαλονίκη. Νεαροί πρόσφυγες από την Κωνσταντινούπολη, περιοχές του Πόντου, της Μικράς Ασίας και της Ανατολικής Θράκης στελέχωσαν την πρώτη ποδοσφαιρική ομάδα του ΠΑΟΚ και σε σύντομο χρονικό διάστημα την ανέδειξαν ισάξια των ντόπιων.
Από την προφορική μαρτυρία του Κυριάκου Μποστατζόγλου, πρόσφυγα γεννημένου στη Σιλήβρια της Ανατολικής Θράκης πληροφορούμαστε για τη δημιουργία ανεπίσημων ομάδων οι οποίες λειτουργούσαν ως φυτώρια για τους επίσημους συλλόγους. Ο Νικηφόρος Τσαρπανάς, ο οποίος όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο πληροφορητής είχε πάθος με τον ΠΑΟΚ συγκέντρωνε παιδιά από διάφορες γειτονιές και ίδρυσε στην περιοχή της Συγγρού μια ανεπίσημη ομάδα τους «ΔΡΑΚΟΜΑΧΟΥΣ» με σκοπό να τροφοδοτεί τον ΠΑΟΚ Σε αυτήν συμμετείχε και ο πληροφορητής. Ο Κυριάκος Μποστατζόγλου υπέγραψε επίσημα στον ΠΑΟΚ το 1933 και αγωνίστηκε μέχρι το 1945. Η καταγωγή του ήταν το κριτήριο σύμφωνα με το οποίο επέλεξε σε ποια ομάδα θα αγωνιστεί. «Εγώ πήγα στον ΠΑΟΚ. Σαν πρόσφυγας, σαν Θρακιώτης σαν .... πως να το πω. Όλοι οι δικοί μας στον ΠΑΟΚ κατασταλάζαμε». Σημαντικές πληροφορίες επίσης αντλούμε και από την αφήγηση του Απόστολου Κοντόπουλου, πρόσφυγα από την Κωνσταντινούπολη που εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1930. Διέμενε στην περιοχή της Καμάρας και εκεί συμμετείχε για ένα χρόνο, σε ανεπίσημη ποδοσφαιρική ομάδα τον ΑΤΛΑ η οποία λειτουργούσε επίσης ως προπαρασκευαστικό τμήμα του ΠΑΟΚ Θυμάται να αγοράζει ρεφενέ την μπάλα με τα γειτονόπουλά του και τους αγώνες που διοργάνωναν οι συνοικιακές αυτές ομάδες.
Οι δρόμοι, οι ανοιχτοί χώροι και οι αλάνες όπου οι νέοι επιδίδονταν σε αθλητικές δραστηριότητες και οργάνωναν τις ομάδες τους υπήρξαν ταυτόχρονα χώροι κοινωνικοποίησης, συλλογικής οργάνωσης, ανάπτυξης κοινωνικών δεσμών και διαμόρφωσης ταυτοτήτων. Οι ανεπίσημες ομάδες της κάθε γειτονιάς υπήρξαν το πρώτο στάδιο ομαδοποίησης και ένταξης σε ευρύτερους συλλόγους. Ο Απόστολος Κοντόπουλος έπαιξε ποδόσφαιρο για την επίσημη ομάδα του ΠΑΟΚ από το 1935 έως το 1952, όταν λόγω οικογενειακών υποχρεώσεων περιορίστηκε στις επαγγελματικές του δραστηριότητες. Όπως λέει και ο ίδιος στην αφήγησή του: «Όλοι οι Κοντοπουλαίοι, είμαστε τέσσερα αδέλφια, όλοι παοκτσήδες είναι και όλοι προσφέρανε στον ΠΑΟΚ είτε χρηματικά –όσο μπορούσαν– ή συμβουλευτικά. Ο Παύλος ήταν έφορος ποδοσφαίρου, ο Θόδωρος γραμματέας, ο Γιάννης στο κολυμβητικό τμήμα.» Ο ίδιος ένιωθε περήφανος που αγωνιζόταν για τον ΠΑΟΚ και όπως ισχυρίζεται δεν θα πήγαινε για οποιαδήποτε αμοιβή σε άλλη ομάδα. «Εμείς δεν μέναμε για τα χρήματα. Μέναμε και αγωνιζόμασταν για τον ΠΑΟΚ γιατί έτσι ήθελα. Προσφυγικό σωματείο. Πανθεσσαλονίκειος Αθλητικός Όμιλος Κωνστανινοπολιτών. Κωνσταντινοπολίτης εγώ, πού θα πάω; Στους βλάχους στον Ηρακλή; Όχι.» Στο σημείο αυτό πρέπει να διευκρινιστεί πως ο χαρακτηρισμός βλάχους δεν θίγει τη φυλή των βλάχων αλλά τονίζει το αίσθημα ανωτερότητας των Κωνσταντινουπολιτών έναντι των ντόπιων.
Και οι δύο αφηγητές θυμούνται με νοσταλγία τα χρόνια που αγωνίζονταν για τη φανέλα του ΠΑΟΚ. Η ενασχόλησή τους με το ποδόσφαιρο τους έδινε τη δυνατότητα άθλησης εκτόνωσης και αναγνωρισιμότητας, γεγονός που ως νέους τους κολάκευε. Η επιλογή όμως να αγωνίζονται για το συγκεκριμένο όμιλο οφείλονταν στην κοινή τους καταγωγή. «Μπιζίμ ΠΑΟΚ ο δικός μου ΠΑΟΚ» συνήθιζαν να λένε. Παίκτες, διοίκηση, και φίλαθλοι είχαν κοινά στοιχεία, κοινές απώλειες, βιώματα, προβλήματα, μνήμες. Αποτελούσαν ένα κομμάτι του προσφυγικού ελληνισμού που θέλησε να δηλώσει την παρουσία του και να εκφραστεί μέσω του αθλητισμού. Στις συναντήσεις τους αναπτύσσονταν δεσμοί σύνδεσης. Στα γραφεία, στο γήπεδο ή στο καφενείο του Μήττα -όπου σύχναζαν οι φίλαθλοι του ΠΑΟΚ- πρόσφυγες από διάφορες περιοχές συναντιόντουσαν παίρνοντας δικαίωση αλλά και ευχαρίστηση από την πορεία της ομάδας.
Φυσικά την περίοδο εκείνη το ποδόσφαιρο δεν αποτελούσε εργασία αλλά ερασιτεχνική απασχόληση. Οι πέντε δραχμές που έπαιρναν οι αθλητές σε κάθε προπόνηση και οι εκατό σε κάθε αγώνα εκτός πόλεως, με τις οποίες έπρεπε να καλύψουν και τη διατροφή τους, δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να θεωρηθούν αμοιβή. Όπως όλα τα σωματεία έτσι και ο ΠΑΟΚ την περίοδο εκείνη είχε περιορισμένες οικονομικές δυνατότητες. Τα έσοδα προέρχονταν από τα εισιτήρια, τις συνδρομές και από χορηγίες εύρωστων οικονομικά φιλάθλων ενώ ο ιματισμός από τη δημαρχία.
Η Α΄ ομάδα του νεοσύστατου ΠΑΟΚ προπονούνταν συστηματικά κάθε Τρίτη και Πέμπτη στο γήπεδο του Θερμαϊκού. Μια ομάδα όμως που φιλοδοξεί να πρωταγωνιστήσει στο χώρο του αθλητισμού δεν μπορεί να φιλοξενείται σε ξένα γήπεδα. Η εύρεση κατάλληλου χώρου ήταν για τους αρμόδιους του ΠΑΟΚ το πρωταρχικό μέλημα. Η λύση δόθηκε στις αρχές του 1928 με τη συγχώνευση της Αθλητικής Ένωσης Κωνσταντινουπολιτών και του ΠΑΟΚ και την παραχώρηση του σταδίου. Η τελετή κατάθεσης του θεμέλιου λίθου πραγματοποιήθηκε στις 12 Δεκεμβρίου του 1930, η οποία λόγω των δημοτικών εκλογών που ακολουθούσαν (σε δύο μέρες) χρωματίστηκε έντονα πολιτικά. Η διοίκηση έκρινε πως ήταν προς όφελος του συλλόγου να συνταχθεί με την παράταξη των φιλελευθέρων, επιφανές στέλεχος της οποίας ήταν και ο τότε πρόεδρος Πέτρος Λεβαντής. Στην ομιλία του εξήρε την πίστη και τον ενθουσιασμό των παικτών και των φιλάθλων του ΠΑΟΚ οι οποίοι φτωχοί και συντετριμμένοι στην προσφυγική δυστυχία επέμεναν να μεταλαμπαδεύσουν το υγειές βυζαντινό αθλητικό πνεύμα. Στην τελετή εκτός του πλήθους κόσμου, παραβρέθηκαν επιφανή πολιτικά και στρατιωτικά πρόσωπα της εποχής.
Η έκταση του σταδίου όμως δεν επαρκούσε για τη διεξαγωγή ποδοσφαιρικών αγώνων. Με ενέργειες του προέδρου, ξεκίνησαν οι εργασίες επέκτασης όπου εθελοντικά και ακούραστα εργάστηκαν οι περισσότεροι των φιλάθλων. Άνθρωποι που εργάζονταν όλη την ημέρα παραμέριζαν την κούρασή τους και στον ελεύθερό τους χρόνο επί ενάμιση έτος, βοηθούσαν με οποιονδήποτε τρόπο –ακόμη και σκάβοντας με τα χέρια– για να κατασκευαστεί το γήπεδο. Αυτό το γεγονός συνέδεε τον κόσμο του ΠΑΟΚ Διοίκηση, παίκτες και φίλαθλοι δημιουργούσαν το χώρο όπου η ομάδα τους θα διέπρεπε. Δούλευαν με τον ίδιο ζήλο σαν να επρόκειτο για την ιδιωτική τους κατοικία. Τα εγκαίνια του πρώτου γηπέδου πραγματοποιήθηκαν στις 5 Ιουνίου 1932.
Στο γήπεδο του Σιντριβανίου προπολεμικά η οικογένεια του ΠΑΟΚ έζησε μεγάλες στιγμές. Μέσα σε αυτό το γήπεδο ο ΠΑΟΚ με τις ποδοσφαιρικές επιτυχίες καταξιώθηκε στο χώρο του αθλήματος και αναδείχθηκε ως ισάξια των ντόπιων. Οι νίκες του έδιναν ψυχική ανάταση σε κάθε πρόσφυγα που βίωνε την προκατάληψη στην καθημερινότητά του. Το γήπεδο του ΠΑΟΚ δεν ήταν απλά και μόνο ένας αγωνιστικός χώρος. Σε αυτό, κάθε Κυριακή, πρόσφυγες από συνοικισμούς που είχαν αναπτυχθεί γύρω από το κέντρο συναντιόταν με τους συγγενείς τους νωρίς το πρωί, με σκοπό να μείνουν μέχρι το απόγευμα που θα διεξάγονταν ο αγώνας. Την περίοδο εκείνη οι μετακινήσεις ήταν σπάνιες, αργές και κόστιζαν. Για τους κατοίκους της ανατολικής Θεσσαλονίκης ήταν δύσκολο να επισκεφτούν τους συγγενείς ή φίλους τους στη δυτική πλευρά. Έτσι το γήπεδο του ΠΑΟΚ που βρίσκονταν στο κέντρο αποτελούσε σημείο συνάντησης. Ξεκινούσαν το πρωί από το σπίτι τους, με τα πόδια, έχοντας πάρει μαζί τους πρόχειρο φαγητό, για να βρεθούν με τους συγγενείς τους, τους φίλους τους, τους συντοπίτες τους. Εκεί μάθαιναν τα νέα τους, συζητούσαν τα προβλήματα και την αντιμετώπισή τους, θυμούνταν την «πατρίδα» που έχασαν. Ο χώρος είχε μια νοσταλγική διάθεση, διατηρούσε την ιστορική μνήμη, συντηρούσε την προσφυγική ταυτότητα και καλλιεργούσε τη συλλογικότητα. Συγγενείς και φίλοι ανέπτυσσαν και διατηρούσαν τις σχέσεις και τους δεσμούς τους στο γήπεδο αυτό που στην πραγματικότητα αποτελούσε το ευρύτερο σπίτι τους.
Το γήπεδο στο σιντριβάνι τελικά αποδείχθηκε προσωρινή κατοικία διότι το ΑΠΘ από το 1956 ζήτησε να απαλλοτριωθεί ο χώρος προκειμένου να επεκτείνει τις εγκαταστάσεις του. Η διοίκηση του ΠΑΟΚ συγκρότησε εξαμελή επιτροπή με σκοπό την εξεύρεση κατάλληλου χώρου και οικονομικών πόρων. Ύστερα από αναζήτηση κατέληξαν στην περιοχή της Τούμπας, μιας προσφυγικής συνοικίας της Θεσσαλονίκης όπου το Ταμείο Εθνικής Άμυνας είχε έκταση 30 στρεμμάτων. Η επιτροπή αυτή εργάστηκε ακούραστα με τον ίδιο ζήλο όπως και την πρώτη φορά. Για άλλη μια φορά ο λαός του ΠΑΟΚ έδειξε την αφοσίωσή του συμβάλλοντας στην ολοκλήρωση των εργασιών με προσωπική εργασία αλλά και οικονομική ενίσχυση. Λόγω των αυξημένων εξόδων κυκλοφόρησε Πανελληνίως το «Λαχείο Ανεγέρσεως Νέου Σταδίου του ΠΑΟΚ το οποίο κόστιζε όσο και το εισιτήριο ενός αγώνα, 20 δραχμές, και εξαντλήθηκε σε σύντομο χρονικό διάστημα εξασφαλίζοντας ένα ακόμη κονδύλιο για την κατασκευή του γηπέδου.
Τα εγκαίνια του νέου γηπέδου πραγματοποιήθηκαν στις 6 Σεπτεμβρίου 1959 μέσα σε πανηγυρική ατμόσφαιρα. Μέσα σε 14 μήνες ολοκληρώθηκαν οι εργασίες και το όνειρο και οι στερήσεις των φιλάθλων δικαιώθηκαν. Από τότε μέχρι σήμερα ο ΠΑΟΚ έχει ταυτιστεί και έχει συνδέσει το όνομά του με την Τούμπα.
Σε αυτούς τους χώρους της καθημερινότητας και υπό αυτές τις συνθήκες φτώχειας στέρησης και ανέχειας, χωρίς να καλλιεργούνται σκόπιμα και μεθοδευμένα, υφαίνονταν τα αόρατα νήματα της συλλογικής μνήμης και της μετάδοσης του προσφυγικού τραύματος στην επόμενη γενιά.
Από την ίδρυσή του ο ΠΑΟΚ ως ποδοσφαιρικό σωματείο ασκούσε μία δυναμική η οποία πήγαζε από την ιστορία του και από τις προσπάθειες για καταξίωση. Η δυναμική αυτή ήταν τόσο έντονη ώστε να αναπτυχθεί γύρω από το σωματείο αυτό ένας θρύλος που προσέλκυε νέους φιλάθλους όχι μόνο πρόσφυγες και Θεσσαλονικείς αλλά Βορειοελλαδίτες γενικότερα. Η δυναμική αυτή επηρέαζε βέβαια τον κόσμο, ωστόσο, πέρα από το πρωτάθλημα Θεσσαλονίκης, δεν κατάφερε να πάρει μέχρι το 1970 κάποιον πανελλήνιο τίτλο. Στο κείμενο «σελίδες από την ποδοσφαιρική μου αυτοβιογραφία» του ποιητή Μανώλη Αναγνωστάκη διαβάζουμε: «Εκείνο τον καιρό ήμουνα βαμμένος Παοκτσής, θεριό ανήμερο, άλλωστε ήτανε και η χρυσή εποχή για τον ΠΑΟΚ Βέβαια τίτλους και τέτοια δεν κατάφερνε να κερδίσει, αλλά αυτό συνέβαινε λίγο πολύ με όλες τις ομάδες της Θεσσαλονίκης που φτάνανε μέχρι την πηγή, αλλά νερό δεν μπορούσανε να πιούν γιατί δεν τους αφήνανε να πιούν νερό. Ξέραμε πως ό,τι και αν κάναμε, ήμασταν από χέρι χαμένοι γιατί η Αθήνα και ο Πειραιάς μισούσανε θανάσιμα τη Σαλονίκη, εκεί κατοικοεδρεύανε οι μεγάλοι και οι τρανοί που πληρώνανε τους διαιτητές, λαδώνανε αισχρά τους παίκτες και αρπάζανε με κάθε θεμιτό και αθέμιτο μέσο τα Κύπελλα και τα Πρωταθλήματα για πάρτη τους, για τις δικές τους ομάδες. Δεν ξέραμε πως αυτό θα το βαφτίζανε αργότερα «κατεστημένο» μάθαμε όμως πολύ νωρίς τι θα πει αδικία, όπως είχε μάθει και ο Σεφέρης από μικρός τι θα πει προσφυγιά».
Ο στόχος της κατάκτησης πανελλήνιου τίτλου τέθηκε στην δεύτερη γενιά των ποδοσφαιριστών του ΠΑΟΚ. Απόγονοι προσφύγων οι περισσότεροι, όπως ο Γιώργος Κούδας, ο Κούλης Αποστολίδης, ο Θέμης Καπουσούζης και Κώστας Ορφανός έτρεφαν τα ίδια συναισθήματα για το σύλλογο, μιας και οι περισσότεροι μεγάλωσαν έχοντας ινδάλματα παίκτες αυτής της ομάδας. Οι αφηγήσεις τους αποτελούν σημαντική πηγή πληροφοριών για τη χρυσή δεκαετία του ΠΑΟΚ. Η συμμετοχή τους σε έναν σύλλογο που πρωταγωνιστούσε στο χώρο του ποδοσφαίρου τους έβγαζε αυτομάτως από την ανωνυμία, διέγραφε τις κοινωνικοοικονομικές διακρίσεις και από παιδιά της αλάνας μετατρέπονταν σε εκφραστές μιας συλλογικής ιδέας.
Μιλούν με περηφάνια για το σύλλογό τους, την ιστορία του, τη δυναμική του το δέσιμο που είχαν οι παίκτες με τον προπονητή αλλά και τη διοίκηση, η οποία στεκόταν πάντα δίπλα τους, ενθαρρύνοντας και επιβραβεύοντας τις επιτυχίες τους και στις σπουδές τους ή βοηθώντας τους οικονομικά και επαγγελματικά. Όπως τους είχε διδάξει η προηγούμενη γενιά αγωνίζονταν για τη φανέλα της ομάδας χωρίς ουσιαστικές οικονομικές απολαβές και απαιτήσεις. Με δεδομένο τον ερασιτεχνικό χαρακτήρα του ποδοσφαίρου είναι σαφές πως οι αθλητές επέλεγαν την ομάδα που τους εξέφραζε και όχι οποιαδήποτε τους πρόσφερε την υψηλότερη αμοιβή.
Η δεκαετία του εβδομήντα χαρακτηρίζεται ως «χρυσή περίοδος» του ΠΑΟΚ. όχι μόνο διότι κατά τη διάρκειά της κατακτήθηκαν δύο κύπελα και ένα πρωτάθλημα Ελλάδος αλλά και γιατί το μεγαλύτερο μέρος της Εθνικής Ελλάδος το στελέχωναν παίκτες του ΠΑΟΚ.
Δυστυχώς μεταπολεμικά λόγω της αστυφιλίας είχε συγκεντρωθεί στην Αθήνα το 50% του πληθυσμού και σχεδόν το 80% της διοίκησης, της οικονομίας και της βιομηχανίας. Έτσι διαχρονικά, συνειδητά ή ασυνείδητα η περιφέρεια αισθανόταν και ζούσε ως δεύτερη. Η νοοτροπία της μεταβλήθηκε σε μεγάλο βαθμό τη δεκαετία του 1970 μέσω του ποδοσφαίρου, όταν μια ομάδα του Βορρά έσπασε την πρωτοκαθεδρία του πάλαι ποτέ ΠΟΚ κατακτώντας αρχικά το κύπελλο και στη συνέχεια και το πρωτάθλημα.
Η πρώτη πανελλήνια διάκριση του ΠΑΟΚ σημειώνεται το 1972 με την κατάκτηση του κυπέλλου Ελλάδος. Η νίκη αυτή του ΠΑΟΚ μέσα στην Αθήνα, στο Καραϊσκάκη, επί του Παναθηναϊκού ήταν η αφετηρία μιας εκδήλωσης έκφρασης που ξεπέρασε τα όρια του ποδοσφαίρου και του αθλητισμού, εξαπλώθηκε στην κοινωνία εκφράζοντας όχι μόνο πρόσφυγες και Θεσσαλονικείς αλλά όλη τη Βόρεια Ελλάδα.
Ακόμη και για τους ίδιους τους ποδοσφαιριστές είναι δύσκολο να μεταδώσουν τα συναισθήματά τους για εκείνες τις μέρες που οι Θεσσαλονικείς τους υποδέχονταν στο αεροδρόμιο αντιμετωπίζοντας τους ως λαϊκούς ήρωες. Στη διαδρομή από το αεροδρόμιο έως τα γραφεία του ΠΑΟΚ στην οδό Εθνικής Αμύνης, Θεσσαλονικείς ανεξαρτήτου φύλου, ηλικίας ή καταγωγής γιόρταζαν τη νίκη. Κυρίες μεγάλης ηλικίας παραδέχονταν πως έκαναν προσευχές και παρακλήσεις στο Άγιο Δημήτριο για τη νίκη. Η είδηση της νίκης του ΠΑΟΚ πυροδότησε μία έκρηξη χαράς που εκφράζονταν με πανηγυρικό τρόπο.
Σε δημοσίευμα της εφημερίδας «Θεσσαλονίκη» στις 6 Ιουλίου 1972 διαβάζουμε τα σχόλια και την περιγραφή μιας ενθουσιώδους ατμόσφαιρας: «... Χθες ήταν η μέρα που πρόσμενε τόσο υπομονετικά ένας λαός πιστός, ένας κόσμος ανεπανάληπτος, απλησίαστος, φανταχτερός στις εκδηλώσεις του, ενθουσιώδεις στις ενέργειές του, ένας λαός καθοδηγητής της ομάδας που γεννήθηκε να παλεύει τίμια και καθαρά στους αγωνιστικούς χώρους... Ο συγκλονιστικός θρίαμβος της λαοφιλούς ενδεκάδας του βορρά δεν αποτελεί μόνο μια μεγάλη νίκη ενός μεμονωμένου συλλόγου. Πρόκειται για μια νίκη της αθλητικής επαρχίας, που έδειξε ακόμη μια φορά τις πραγματικές δυνατότητές της, τις εκρήξεις των ικανοτήτων της που απορρέουν από γνήσιους παίκτες...»
Η Ένωση Κωνσταντινουπολιτών και το Δημοτικό Συμβούλιο Θεσσαλονίκης εξέφρασαν τη χαρά τους με δημοσιοποίηση συγχαρητήριας επιστολής αλλά και πλήθος άλλων φορέων και συλλόγων μέσω τηλεφωνημάτων και τηλεγραφημάτων στα γραφεία του συλλόγου.
Τηλεφωνήματα στα γραφεία της εφημερίδας, ενημέρωναν πως παρόμοιες εκρήξεις χαράς και πανηγυρισμού εκδηλώθηκαν σε όλες τις πόλεις της Βόρειας Ελλάδας.
Ίδιας έντασης εκδηλώσεις και ίδια συναισθήματα υπερηφάνειας και καταξίωσης έζησε η Θεσσαλονίκη και το 1974 όταν ο ΠΑΟΚ κέρδισε μέσα στη Φιλαδέλφεια τον Ολυμπιακό κατακτώντας για δεύτερη φορά το Κύπελλο Ελλάδος. Η εφημερίδα «Θεσσαλονίκη» στις 17 Ιουλίου 1974 μας δίνει ενδιαφέρουσες πληροφορίες για την ατμόσφαιρα της ημέρας: «Πανηγύρι χαράς χθες το βράδυ στο Λευκό Πύργο! Κυκλωμένος από δέκα χιλιάδες τουλάχιστον οπαδούς του ΠΑΟΚ, γύρω στα μεσάνυχτα, έμοιαζε να συμμετέχει και αυτός στους πανηγυρισμούς, στο χορό που είχαν στήσει γύρω του οι ηρωικοί φίλαθλοι του «Δικεφάλου», κρατώντας ασπρόμαυρες σημαίες και κασκόλ και τραγουδώντας το «Μακεδονία Ξακουστή»...».
Σημαντική πληροφορία σχετικά με την κοινωνική διάσταση και επιρροή των νικών του ΠΑΟΚ αποτελεί το γεγονός πως οι κινηματογράφοι της πόλης ΑΛΕΞ, ΟΣΚΑΡ και ΑΛΚΥΟΝΙΣ πρόβαλαν το συγκεκριμένο αγώνα μέχρι το τέλος του μήνα.
Η κορυφαία διάκριση, το Πρωτάθλημα Ελλάδος, κατακτήθηκε και τυπικά από τον ΠΑΟΚ το 1976, όταν στις 2 Ιουνίου κέρδισε την ΑΕΚ, 1-0 με γκολ του Γκουερίνο, μέσα στην Τούμπα. Πενήντα χρόνια μετά την ίδρυσή του ο ΠΑΟΚ είχε πλέον καθιερωθεί ως μία από τις καλύτερες ομάδες πανελληνίως.
Οι πανελλήνιες διακρίσεις του ΠΑΟΚ συνέβαλαν σε μεγάλο βαθμό στην αλλαγή της στάσης των κατοίκων της περιφέρειας, που ένοιωσαν περήφανοι και καταξιωμένοι. Οι ποδοσφαιριστές της ομάδας αυτής, δίδαξαν στην ελληνική κοινωνία πως το κατεστημένο μπορεί με σκληρή και μεθοδική δουλειά να καταρριφθεί. Αυτή υπήρξε η μεγαλύτερη προσφορά του ΠΑΟΚ στην ελληνική κοινωνία.
Όπως μας μεταφέρουν οι ίδιοι οι πρωταγωνιστές το μέγεθος της ικανοποίησης του κόσμου φαίνεται από την εκτίμηση και το σεβασμό που τρέφει το κοινό πανελληνίως προς αυτούς ακόμη και σήμερα. Πλέον ο ΠΑΟΚ εκφράζει ένα μεγάλο τμήμα του φίλαθλου ελληνισμού εντός και εκτός της χώρας, αλλά πάντα παραμένει ιδιαίτερα αγαπητός στους πόντιους οι οποίοι δεν παρέλειψαν να εκφράσουν την συμπάθειά τους για το σύλλογο αυτό με δεκάδες τραγούδια.
Η ύπαρξη εκατοντάδων επισήμων και ανεπίσημων προσφυγικών αθλητικών συλλόγων δηλώνει πως οι πρόσφυγες σε όποιο σημείο της χώρας και αν εγκαταστάθηκαν φρόντισαν μετά τη δημιουργία εκκλησίας να ιδρύσουν μορφωτικούς και αθλητικούς συλλόγους. Αυτό που εξάγεται ως γενικότερο συμπέρασμα, μέσα από την έρευνα των προσφυγικών σωματείων, είναι πως οι πρόσφυγες αποτελούσαν ένα κομμάτι του ελληνισμού που όσο διέμενε εκτός των συνόρων της χώρας αλλά ακόμη και όταν εντάχθηκε σε αυτήν προσπαθούσε μέσω των συλλόγων να δηλώσει το συνανήκειν και την ελληνική του συνείδηση.
H παρούσα εισήγηση πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του 2ου Επιστημονικού Συνεδρίου με θέμα: «Ο ελληνισμός της Κωνσταντινούπολης μετά τη Συνθήκη Ανταλλαγής Πληθυσμών (1923-2016)» που διοργάνωσε το ΙΑΠΕ στις 29 Οκτωβρίου με 2 Νοεμβρίου του 2016 και πρόκειται να δημοσιευτεί στα Πρακτικά του Συνεδρίου που είναι υπό έκδοση.
Ευχαριστούμε θερμά την ιστορικό κα Μαρία Καζαντζίδου για την ευγενική παραχώρηση του πονήματός της το οποίο θα αποτελέσει έναυσμα περαιτέρω μελέτης της ιστορίας του Σωματείου μας και για άλλους ερευνητές στο άμεσο και απώτερο μέλλον.
Όπως οι υπόλοιπες ομάδες προσφύγων, έτσι και οι Κωνσταντινουπολίτες με την έλευσή τους στο νέο τόπο εγκατάστασης ήρθαν αντιμέτωποι με σημαντικά προβλήματα επιβίωσης και κοινωνικής αποδοχής. Σχετικά με τους Κωνσταντινουπολίτες πρόσφυγες, θα πρέπει να σημειώσουμε πως προέρχονταν από ένα έντονα αστικό περιβάλλον, οι περισσότεροι είχαν ανώτερη μόρφωση, πνευματική καλλιέργεια και εκπροσωπούσαν τη μεσαία αστική τάξη απασχολούμενοι κυρίως στο ελεύθερο εμπόριο. Στο τόπο καταγωγής τους είχαν αναπτύξει πλούσια συλλογική δραστηριότητα με σκοπό την καλλιέργεια της ελληνικής συνείδησης και ταυτότητας.
Ο αθλητισμός είτε ως δραστηριότητα είτε ως θέαμα, πέρα από μέσω εκτόνωσης και διαφυγής από τα προβλήματα της καθημερινότητας, υπήρξε για μια μεγάλη μερίδα προσφύγων και τρόπος κοινωνικής ενσωμάτωσης. Οι προσφυγικοί αθλητικοί σύλλογοι γεννήθηκαν είτε ως τμήματα ευρύτερων συλλόγων είτε ως αυτόνομοι σύλλογοι. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η Ένωση Κωνσταντινουπολιτών, της οποίας τα μέλη σύντομα εξέφρασαν την ανάγκη δημιουργίας παραρτήματος αθλητικού τμήματος. Σε συνέλευση που πραγματοποιήθηκε ο Καλπακτσόγλου τονίζει την ανάγκη σύστασης ανεξάρτητων αθλητικών σωματείων, πρόταση με την οποία συντάχθηκε και ο Φανούριος Βυζάντιος στον οποίο αποδίδονται τα παρακάτω: «Κύριοι, θέλομεν να έχωμεν τον σύλλογο των Κωνσταντινοπολιτών. Θέλομεν να κρατήσωμεν το όνομα της πατρίδος που λέγει τόσα πολλά ... Θα ήθελα να ακουστεί η φωνή μου από εδώ, έξω, ως τους γηγενείς, εις τους Ηρακλειδείς και τους Αρειανούς και να τους ερωτήσω: Θέλετε να υπάρχει σύλλογος φέρων το όνομα της Κωνσταντινουπόλεως, ή θέλετε να σβήσωμεν το όνομα δια να μην ακούγεται;» Στα λόγια αυτά εμπεριέχεται ο βαθύτερος λόγος σύστασης ανεξάρτητου συλλόγου. Διότι δεν υπερτονίζονται οι αθλητικές δραστηριότητες αλλά η επιθυμία και η ανάγκη να μη χαθεί αυτό το κομμάτι της προσωπικής τους ταυτότητας.
Λόγω διαφωνιών όμως που προέκυψαν με το νέο Διοικητικό Συμβούλιο, οι ποδοσφαιριστές του αθλητικού τμήματος της Ένωσης Κωνσταντινουπολιτών αποχώρησαν και συνέστησαν μια νέα ανεξάρτητη ομάδα με την επωνυμία Αθλητικός Όμιλος Κωνσταντινουπολιτών. Αιτία της ανεξαρτητοποίησής τους υπήρξε η άρνηση της ΕΠΣΜ να τους συμπεριλάβει ως τμήμα στη δύναμή της καθώς η εγγραφή ενός εν δυνάμει πολιτικού σωματείου αντιτάσσονταν στις αρχές του καταστατικού της. Μέσω του Βυζάντιου και του Καλπακτσόγλου, ιδρυτικά στελέχη και οι δύο, έκλεισαν φιλικό παιχνίδι με τον Παναθηναϊκό, το μοναδικό φιλικό του συγκεκριμένου συλλόγου. Ο πληροφορητής Γιώργος Γιουλτουρίδης, σε προφορική αφήγηση, αναφέρει πως ο Καλπακτσόγλου μπήκε μέσα στην αίθουσα συμβουλίου κρατώντας ένα μεγάλο ξύλινο «Π». Κάπως έτσι πρέπει να γεννήθηκε ο Πανθεσσαλονίκειος Αθλητικός Όμιλος Κωνσταντινουπολιτών. Ένας όμιλος που αν και καθαρά αθλητικός, αποτέλεσε σαφέστατα και φορέα συλλογικής μνήμης και διατήρησης της προσφυγικής ταυτότητας.
Η φαινομενική αντίφαση που υπάρχει στην επωνυμία δημιουργείται σκόπιμα για να συζεύξει σε μία συλλογική, τις δύο ταυτότητες, του Κωνσταντινουπολίτη και του Θεσσαλονικιού. Στοχεύει στην ανάδειξη της ιδιαίτερης προέλευσης και την προβολή του νέου τόπου εγκατάστασης.
Η επιλογή της ονομασίας δηλώνει την παρουσία των Κωνσταντινουπολιτών στη Θεσσαλονίκη και την πρόθεσή τους να διατηρήσουν από τη μία τη συλλογική μνήμη του τόπου καταγωγής και από την άλλη να δηλώσουν το συνανήκειν. Ο δικέφαλος αετός, έμβλημα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, κοσμούσε το λάβαρο και τις φανέλες των αθλητών. Η επιλογή των χρωμάτων, μαύρο για το πένθος της απώλειας και άσπρο για την ελπίδα της αναγέννησης στο νέο τόπο, συντελούσε σε μια προσπάθεια σύνδεσης των δύο πόλεων. Της παλιάς και της νέας πατρίδας. Σκόπιμα ο αετός εικονίζεται με κλειστά φτερά χωρίς τα βασιλικά του εμβλήματα, αφ΄ενός για ιδεολογικούς λόγους και αφ΄ετέρου για πρακτικούς. Η τροποποίηση του καταστατικού το 1931 και η αντικατάσταση της σφραγίδας ή οποία αρχικά εικόνιζε το πέταλο και το τετράφυλλο τριφύλλι (σύμβολα εμπνευσμένα από το πακέτο τσιγάρων ΛΗΘΗ που κάπνιζε ο Κώστας Κοεμτζόπουλος) από τον δικέφαλο, ενισχύουν τον ισχυρισμό περί συμβόλων σχετικών με τον τόπο καταγωγής. Με αυτό τον τρόπο εκφράστηκε η συλλογικότητα του ομίλου το κοινό χαρακτηριστικό και όχι η αισθητική ενός ατόμου.
Μελετώντας τα καταστατικά των δύο συλλόγων διαπιστώνουμε πως υπάρχουν κοινά ονόματα στα ιδρυτικά στελέχη τα οποία ως προς το επάγγελμα ήταν χρηματιστές, εκτελωνιστές, λογιστές, δημοσιογράφοι και έμποροι. Η επαγγελματική δραστηριότητα των μελών του Δ. Σ. τους έδινε τη δυνατότητα να ενισχύουν οικονομικά το σύλλογο όταν παρουσιαζόταν ανάγκη. Επίσης πολλά από τα στελέχη είχαν και πολιτικές ιδιότητες. Η Ένωση Κωνσταντινουπολιτών μέχρι να αποκτήσει δικό της χώρο, πραγματοποιούσε τις συγκεντρώσεις της στη Λέσχη των φιλελευθέρων. Τα παραπάνω καθιστούν σαφές πως τα ιδρυτικά στελέχη του ΠΑΟΚ ήταν άτομα πεπαιδευμένα και με κοινωνικό κύρος.
Για χρονικό διάστημα δύο ετών οι δύο σύλλογοι ήταν ενεργοί παράλληλα. Σύντομα όμως η Αθλητική Ένωση Κωνσταντινουπολιτών Θεσσαλονίκης ατόνησε, αδράνησε και οι ποδοσφαιριστές της απορροφήθηκαν από τον ΠΑΟΚ ενώ τα υπόλοιπα τμήματα από άλλους προσφυγικούς συλλόγους της Θεσσαλονίκης. Έτσι ο ΠΑΟΚ αποτέλεσε το μοναδικό αθλητικό σύλλογο Κωνσταντινουπολιτών στην πόλη μας.
Ο Όμιλος είχε τμήματα σε διάφορα αθλήματα με αντιπροσωπευτικότερο όλων αυτό του ποδοσφαίρου. Αναμφισβήτητα το ποδόσφαιρο κυριαρχεί στο χώρο του αθλητισμού τόσο ως αθλητική δραστηριότητα όσο και ως θέαμα, διότι μπορεί να συσπειρώνει τα κοινωνικά στρώματα και να έλκει αθλητές και θεατές.
Από τα πρώτα χρόνια της ίδρυσής του ο ΠΑΟΚ ξεπέρασε τα στενά όρια της Κωνσταντινούπολης και συμπεριέλαβε στους κόλπους του όλους τους πρόσφυγες. Το ποδοσφαιρικό τμήμα, τόσο μέσω των αθλητών του όσο και μέσω των φιλάθλων του, υπήρξε η έκφραση του κάθε πρόσφυγα στη Θεσσαλονίκη. Νεαροί πρόσφυγες από την Κωνσταντινούπολη, περιοχές του Πόντου, της Μικράς Ασίας και της Ανατολικής Θράκης στελέχωσαν την πρώτη ποδοσφαιρική ομάδα του ΠΑΟΚ και σε σύντομο χρονικό διάστημα την ανέδειξαν ισάξια των ντόπιων.
Από την προφορική μαρτυρία του Κυριάκου Μποστατζόγλου, πρόσφυγα γεννημένου στη Σιλήβρια της Ανατολικής Θράκης πληροφορούμαστε για τη δημιουργία ανεπίσημων ομάδων οι οποίες λειτουργούσαν ως φυτώρια για τους επίσημους συλλόγους. Ο Νικηφόρος Τσαρπανάς, ο οποίος όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο πληροφορητής είχε πάθος με τον ΠΑΟΚ συγκέντρωνε παιδιά από διάφορες γειτονιές και ίδρυσε στην περιοχή της Συγγρού μια ανεπίσημη ομάδα τους «ΔΡΑΚΟΜΑΧΟΥΣ» με σκοπό να τροφοδοτεί τον ΠΑΟΚ Σε αυτήν συμμετείχε και ο πληροφορητής. Ο Κυριάκος Μποστατζόγλου υπέγραψε επίσημα στον ΠΑΟΚ το 1933 και αγωνίστηκε μέχρι το 1945. Η καταγωγή του ήταν το κριτήριο σύμφωνα με το οποίο επέλεξε σε ποια ομάδα θα αγωνιστεί. «Εγώ πήγα στον ΠΑΟΚ. Σαν πρόσφυγας, σαν Θρακιώτης σαν .... πως να το πω. Όλοι οι δικοί μας στον ΠΑΟΚ κατασταλάζαμε». Σημαντικές πληροφορίες επίσης αντλούμε και από την αφήγηση του Απόστολου Κοντόπουλου, πρόσφυγα από την Κωνσταντινούπολη που εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1930. Διέμενε στην περιοχή της Καμάρας και εκεί συμμετείχε για ένα χρόνο, σε ανεπίσημη ποδοσφαιρική ομάδα τον ΑΤΛΑ η οποία λειτουργούσε επίσης ως προπαρασκευαστικό τμήμα του ΠΑΟΚ Θυμάται να αγοράζει ρεφενέ την μπάλα με τα γειτονόπουλά του και τους αγώνες που διοργάνωναν οι συνοικιακές αυτές ομάδες.
Οι δρόμοι, οι ανοιχτοί χώροι και οι αλάνες όπου οι νέοι επιδίδονταν σε αθλητικές δραστηριότητες και οργάνωναν τις ομάδες τους υπήρξαν ταυτόχρονα χώροι κοινωνικοποίησης, συλλογικής οργάνωσης, ανάπτυξης κοινωνικών δεσμών και διαμόρφωσης ταυτοτήτων. Οι ανεπίσημες ομάδες της κάθε γειτονιάς υπήρξαν το πρώτο στάδιο ομαδοποίησης και ένταξης σε ευρύτερους συλλόγους. Ο Απόστολος Κοντόπουλος έπαιξε ποδόσφαιρο για την επίσημη ομάδα του ΠΑΟΚ από το 1935 έως το 1952, όταν λόγω οικογενειακών υποχρεώσεων περιορίστηκε στις επαγγελματικές του δραστηριότητες. Όπως λέει και ο ίδιος στην αφήγησή του: «Όλοι οι Κοντοπουλαίοι, είμαστε τέσσερα αδέλφια, όλοι παοκτσήδες είναι και όλοι προσφέρανε στον ΠΑΟΚ είτε χρηματικά –όσο μπορούσαν– ή συμβουλευτικά. Ο Παύλος ήταν έφορος ποδοσφαίρου, ο Θόδωρος γραμματέας, ο Γιάννης στο κολυμβητικό τμήμα.» Ο ίδιος ένιωθε περήφανος που αγωνιζόταν για τον ΠΑΟΚ και όπως ισχυρίζεται δεν θα πήγαινε για οποιαδήποτε αμοιβή σε άλλη ομάδα. «Εμείς δεν μέναμε για τα χρήματα. Μέναμε και αγωνιζόμασταν για τον ΠΑΟΚ γιατί έτσι ήθελα. Προσφυγικό σωματείο. Πανθεσσαλονίκειος Αθλητικός Όμιλος Κωνστανινοπολιτών. Κωνσταντινοπολίτης εγώ, πού θα πάω; Στους βλάχους στον Ηρακλή; Όχι.» Στο σημείο αυτό πρέπει να διευκρινιστεί πως ο χαρακτηρισμός βλάχους δεν θίγει τη φυλή των βλάχων αλλά τονίζει το αίσθημα ανωτερότητας των Κωνσταντινουπολιτών έναντι των ντόπιων.
Και οι δύο αφηγητές θυμούνται με νοσταλγία τα χρόνια που αγωνίζονταν για τη φανέλα του ΠΑΟΚ. Η ενασχόλησή τους με το ποδόσφαιρο τους έδινε τη δυνατότητα άθλησης εκτόνωσης και αναγνωρισιμότητας, γεγονός που ως νέους τους κολάκευε. Η επιλογή όμως να αγωνίζονται για το συγκεκριμένο όμιλο οφείλονταν στην κοινή τους καταγωγή. «Μπιζίμ ΠΑΟΚ ο δικός μου ΠΑΟΚ» συνήθιζαν να λένε. Παίκτες, διοίκηση, και φίλαθλοι είχαν κοινά στοιχεία, κοινές απώλειες, βιώματα, προβλήματα, μνήμες. Αποτελούσαν ένα κομμάτι του προσφυγικού ελληνισμού που θέλησε να δηλώσει την παρουσία του και να εκφραστεί μέσω του αθλητισμού. Στις συναντήσεις τους αναπτύσσονταν δεσμοί σύνδεσης. Στα γραφεία, στο γήπεδο ή στο καφενείο του Μήττα -όπου σύχναζαν οι φίλαθλοι του ΠΑΟΚ- πρόσφυγες από διάφορες περιοχές συναντιόντουσαν παίρνοντας δικαίωση αλλά και ευχαρίστηση από την πορεία της ομάδας.
Φυσικά την περίοδο εκείνη το ποδόσφαιρο δεν αποτελούσε εργασία αλλά ερασιτεχνική απασχόληση. Οι πέντε δραχμές που έπαιρναν οι αθλητές σε κάθε προπόνηση και οι εκατό σε κάθε αγώνα εκτός πόλεως, με τις οποίες έπρεπε να καλύψουν και τη διατροφή τους, δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να θεωρηθούν αμοιβή. Όπως όλα τα σωματεία έτσι και ο ΠΑΟΚ την περίοδο εκείνη είχε περιορισμένες οικονομικές δυνατότητες. Τα έσοδα προέρχονταν από τα εισιτήρια, τις συνδρομές και από χορηγίες εύρωστων οικονομικά φιλάθλων ενώ ο ιματισμός από τη δημαρχία.
Η Α΄ ομάδα του νεοσύστατου ΠΑΟΚ προπονούνταν συστηματικά κάθε Τρίτη και Πέμπτη στο γήπεδο του Θερμαϊκού. Μια ομάδα όμως που φιλοδοξεί να πρωταγωνιστήσει στο χώρο του αθλητισμού δεν μπορεί να φιλοξενείται σε ξένα γήπεδα. Η εύρεση κατάλληλου χώρου ήταν για τους αρμόδιους του ΠΑΟΚ το πρωταρχικό μέλημα. Η λύση δόθηκε στις αρχές του 1928 με τη συγχώνευση της Αθλητικής Ένωσης Κωνσταντινουπολιτών και του ΠΑΟΚ και την παραχώρηση του σταδίου. Η τελετή κατάθεσης του θεμέλιου λίθου πραγματοποιήθηκε στις 12 Δεκεμβρίου του 1930, η οποία λόγω των δημοτικών εκλογών που ακολουθούσαν (σε δύο μέρες) χρωματίστηκε έντονα πολιτικά. Η διοίκηση έκρινε πως ήταν προς όφελος του συλλόγου να συνταχθεί με την παράταξη των φιλελευθέρων, επιφανές στέλεχος της οποίας ήταν και ο τότε πρόεδρος Πέτρος Λεβαντής. Στην ομιλία του εξήρε την πίστη και τον ενθουσιασμό των παικτών και των φιλάθλων του ΠΑΟΚ οι οποίοι φτωχοί και συντετριμμένοι στην προσφυγική δυστυχία επέμεναν να μεταλαμπαδεύσουν το υγειές βυζαντινό αθλητικό πνεύμα. Στην τελετή εκτός του πλήθους κόσμου, παραβρέθηκαν επιφανή πολιτικά και στρατιωτικά πρόσωπα της εποχής.
Η έκταση του σταδίου όμως δεν επαρκούσε για τη διεξαγωγή ποδοσφαιρικών αγώνων. Με ενέργειες του προέδρου, ξεκίνησαν οι εργασίες επέκτασης όπου εθελοντικά και ακούραστα εργάστηκαν οι περισσότεροι των φιλάθλων. Άνθρωποι που εργάζονταν όλη την ημέρα παραμέριζαν την κούρασή τους και στον ελεύθερό τους χρόνο επί ενάμιση έτος, βοηθούσαν με οποιονδήποτε τρόπο –ακόμη και σκάβοντας με τα χέρια– για να κατασκευαστεί το γήπεδο. Αυτό το γεγονός συνέδεε τον κόσμο του ΠΑΟΚ Διοίκηση, παίκτες και φίλαθλοι δημιουργούσαν το χώρο όπου η ομάδα τους θα διέπρεπε. Δούλευαν με τον ίδιο ζήλο σαν να επρόκειτο για την ιδιωτική τους κατοικία. Τα εγκαίνια του πρώτου γηπέδου πραγματοποιήθηκαν στις 5 Ιουνίου 1932.
Στο γήπεδο του Σιντριβανίου προπολεμικά η οικογένεια του ΠΑΟΚ έζησε μεγάλες στιγμές. Μέσα σε αυτό το γήπεδο ο ΠΑΟΚ με τις ποδοσφαιρικές επιτυχίες καταξιώθηκε στο χώρο του αθλήματος και αναδείχθηκε ως ισάξια των ντόπιων. Οι νίκες του έδιναν ψυχική ανάταση σε κάθε πρόσφυγα που βίωνε την προκατάληψη στην καθημερινότητά του. Το γήπεδο του ΠΑΟΚ δεν ήταν απλά και μόνο ένας αγωνιστικός χώρος. Σε αυτό, κάθε Κυριακή, πρόσφυγες από συνοικισμούς που είχαν αναπτυχθεί γύρω από το κέντρο συναντιόταν με τους συγγενείς τους νωρίς το πρωί, με σκοπό να μείνουν μέχρι το απόγευμα που θα διεξάγονταν ο αγώνας. Την περίοδο εκείνη οι μετακινήσεις ήταν σπάνιες, αργές και κόστιζαν. Για τους κατοίκους της ανατολικής Θεσσαλονίκης ήταν δύσκολο να επισκεφτούν τους συγγενείς ή φίλους τους στη δυτική πλευρά. Έτσι το γήπεδο του ΠΑΟΚ που βρίσκονταν στο κέντρο αποτελούσε σημείο συνάντησης. Ξεκινούσαν το πρωί από το σπίτι τους, με τα πόδια, έχοντας πάρει μαζί τους πρόχειρο φαγητό, για να βρεθούν με τους συγγενείς τους, τους φίλους τους, τους συντοπίτες τους. Εκεί μάθαιναν τα νέα τους, συζητούσαν τα προβλήματα και την αντιμετώπισή τους, θυμούνταν την «πατρίδα» που έχασαν. Ο χώρος είχε μια νοσταλγική διάθεση, διατηρούσε την ιστορική μνήμη, συντηρούσε την προσφυγική ταυτότητα και καλλιεργούσε τη συλλογικότητα. Συγγενείς και φίλοι ανέπτυσσαν και διατηρούσαν τις σχέσεις και τους δεσμούς τους στο γήπεδο αυτό που στην πραγματικότητα αποτελούσε το ευρύτερο σπίτι τους.
Το γήπεδο στο σιντριβάνι τελικά αποδείχθηκε προσωρινή κατοικία διότι το ΑΠΘ από το 1956 ζήτησε να απαλλοτριωθεί ο χώρος προκειμένου να επεκτείνει τις εγκαταστάσεις του. Η διοίκηση του ΠΑΟΚ συγκρότησε εξαμελή επιτροπή με σκοπό την εξεύρεση κατάλληλου χώρου και οικονομικών πόρων. Ύστερα από αναζήτηση κατέληξαν στην περιοχή της Τούμπας, μιας προσφυγικής συνοικίας της Θεσσαλονίκης όπου το Ταμείο Εθνικής Άμυνας είχε έκταση 30 στρεμμάτων. Η επιτροπή αυτή εργάστηκε ακούραστα με τον ίδιο ζήλο όπως και την πρώτη φορά. Για άλλη μια φορά ο λαός του ΠΑΟΚ έδειξε την αφοσίωσή του συμβάλλοντας στην ολοκλήρωση των εργασιών με προσωπική εργασία αλλά και οικονομική ενίσχυση. Λόγω των αυξημένων εξόδων κυκλοφόρησε Πανελληνίως το «Λαχείο Ανεγέρσεως Νέου Σταδίου του ΠΑΟΚ το οποίο κόστιζε όσο και το εισιτήριο ενός αγώνα, 20 δραχμές, και εξαντλήθηκε σε σύντομο χρονικό διάστημα εξασφαλίζοντας ένα ακόμη κονδύλιο για την κατασκευή του γηπέδου.
Τα εγκαίνια του νέου γηπέδου πραγματοποιήθηκαν στις 6 Σεπτεμβρίου 1959 μέσα σε πανηγυρική ατμόσφαιρα. Μέσα σε 14 μήνες ολοκληρώθηκαν οι εργασίες και το όνειρο και οι στερήσεις των φιλάθλων δικαιώθηκαν. Από τότε μέχρι σήμερα ο ΠΑΟΚ έχει ταυτιστεί και έχει συνδέσει το όνομά του με την Τούμπα.
Σε αυτούς τους χώρους της καθημερινότητας και υπό αυτές τις συνθήκες φτώχειας στέρησης και ανέχειας, χωρίς να καλλιεργούνται σκόπιμα και μεθοδευμένα, υφαίνονταν τα αόρατα νήματα της συλλογικής μνήμης και της μετάδοσης του προσφυγικού τραύματος στην επόμενη γενιά.
Από την ίδρυσή του ο ΠΑΟΚ ως ποδοσφαιρικό σωματείο ασκούσε μία δυναμική η οποία πήγαζε από την ιστορία του και από τις προσπάθειες για καταξίωση. Η δυναμική αυτή ήταν τόσο έντονη ώστε να αναπτυχθεί γύρω από το σωματείο αυτό ένας θρύλος που προσέλκυε νέους φιλάθλους όχι μόνο πρόσφυγες και Θεσσαλονικείς αλλά Βορειοελλαδίτες γενικότερα. Η δυναμική αυτή επηρέαζε βέβαια τον κόσμο, ωστόσο, πέρα από το πρωτάθλημα Θεσσαλονίκης, δεν κατάφερε να πάρει μέχρι το 1970 κάποιον πανελλήνιο τίτλο. Στο κείμενο «σελίδες από την ποδοσφαιρική μου αυτοβιογραφία» του ποιητή Μανώλη Αναγνωστάκη διαβάζουμε: «Εκείνο τον καιρό ήμουνα βαμμένος Παοκτσής, θεριό ανήμερο, άλλωστε ήτανε και η χρυσή εποχή για τον ΠΑΟΚ Βέβαια τίτλους και τέτοια δεν κατάφερνε να κερδίσει, αλλά αυτό συνέβαινε λίγο πολύ με όλες τις ομάδες της Θεσσαλονίκης που φτάνανε μέχρι την πηγή, αλλά νερό δεν μπορούσανε να πιούν γιατί δεν τους αφήνανε να πιούν νερό. Ξέραμε πως ό,τι και αν κάναμε, ήμασταν από χέρι χαμένοι γιατί η Αθήνα και ο Πειραιάς μισούσανε θανάσιμα τη Σαλονίκη, εκεί κατοικοεδρεύανε οι μεγάλοι και οι τρανοί που πληρώνανε τους διαιτητές, λαδώνανε αισχρά τους παίκτες και αρπάζανε με κάθε θεμιτό και αθέμιτο μέσο τα Κύπελλα και τα Πρωταθλήματα για πάρτη τους, για τις δικές τους ομάδες. Δεν ξέραμε πως αυτό θα το βαφτίζανε αργότερα «κατεστημένο» μάθαμε όμως πολύ νωρίς τι θα πει αδικία, όπως είχε μάθει και ο Σεφέρης από μικρός τι θα πει προσφυγιά».
Ο στόχος της κατάκτησης πανελλήνιου τίτλου τέθηκε στην δεύτερη γενιά των ποδοσφαιριστών του ΠΑΟΚ. Απόγονοι προσφύγων οι περισσότεροι, όπως ο Γιώργος Κούδας, ο Κούλης Αποστολίδης, ο Θέμης Καπουσούζης και Κώστας Ορφανός έτρεφαν τα ίδια συναισθήματα για το σύλλογο, μιας και οι περισσότεροι μεγάλωσαν έχοντας ινδάλματα παίκτες αυτής της ομάδας. Οι αφηγήσεις τους αποτελούν σημαντική πηγή πληροφοριών για τη χρυσή δεκαετία του ΠΑΟΚ. Η συμμετοχή τους σε έναν σύλλογο που πρωταγωνιστούσε στο χώρο του ποδοσφαίρου τους έβγαζε αυτομάτως από την ανωνυμία, διέγραφε τις κοινωνικοοικονομικές διακρίσεις και από παιδιά της αλάνας μετατρέπονταν σε εκφραστές μιας συλλογικής ιδέας.
Μιλούν με περηφάνια για το σύλλογό τους, την ιστορία του, τη δυναμική του το δέσιμο που είχαν οι παίκτες με τον προπονητή αλλά και τη διοίκηση, η οποία στεκόταν πάντα δίπλα τους, ενθαρρύνοντας και επιβραβεύοντας τις επιτυχίες τους και στις σπουδές τους ή βοηθώντας τους οικονομικά και επαγγελματικά. Όπως τους είχε διδάξει η προηγούμενη γενιά αγωνίζονταν για τη φανέλα της ομάδας χωρίς ουσιαστικές οικονομικές απολαβές και απαιτήσεις. Με δεδομένο τον ερασιτεχνικό χαρακτήρα του ποδοσφαίρου είναι σαφές πως οι αθλητές επέλεγαν την ομάδα που τους εξέφραζε και όχι οποιαδήποτε τους πρόσφερε την υψηλότερη αμοιβή.
Η δεκαετία του εβδομήντα χαρακτηρίζεται ως «χρυσή περίοδος» του ΠΑΟΚ. όχι μόνο διότι κατά τη διάρκειά της κατακτήθηκαν δύο κύπελα και ένα πρωτάθλημα Ελλάδος αλλά και γιατί το μεγαλύτερο μέρος της Εθνικής Ελλάδος το στελέχωναν παίκτες του ΠΑΟΚ.
Δυστυχώς μεταπολεμικά λόγω της αστυφιλίας είχε συγκεντρωθεί στην Αθήνα το 50% του πληθυσμού και σχεδόν το 80% της διοίκησης, της οικονομίας και της βιομηχανίας. Έτσι διαχρονικά, συνειδητά ή ασυνείδητα η περιφέρεια αισθανόταν και ζούσε ως δεύτερη. Η νοοτροπία της μεταβλήθηκε σε μεγάλο βαθμό τη δεκαετία του 1970 μέσω του ποδοσφαίρου, όταν μια ομάδα του Βορρά έσπασε την πρωτοκαθεδρία του πάλαι ποτέ ΠΟΚ κατακτώντας αρχικά το κύπελλο και στη συνέχεια και το πρωτάθλημα.
Η πρώτη πανελλήνια διάκριση του ΠΑΟΚ σημειώνεται το 1972 με την κατάκτηση του κυπέλλου Ελλάδος. Η νίκη αυτή του ΠΑΟΚ μέσα στην Αθήνα, στο Καραϊσκάκη, επί του Παναθηναϊκού ήταν η αφετηρία μιας εκδήλωσης έκφρασης που ξεπέρασε τα όρια του ποδοσφαίρου και του αθλητισμού, εξαπλώθηκε στην κοινωνία εκφράζοντας όχι μόνο πρόσφυγες και Θεσσαλονικείς αλλά όλη τη Βόρεια Ελλάδα.
Ακόμη και για τους ίδιους τους ποδοσφαιριστές είναι δύσκολο να μεταδώσουν τα συναισθήματά τους για εκείνες τις μέρες που οι Θεσσαλονικείς τους υποδέχονταν στο αεροδρόμιο αντιμετωπίζοντας τους ως λαϊκούς ήρωες. Στη διαδρομή από το αεροδρόμιο έως τα γραφεία του ΠΑΟΚ στην οδό Εθνικής Αμύνης, Θεσσαλονικείς ανεξαρτήτου φύλου, ηλικίας ή καταγωγής γιόρταζαν τη νίκη. Κυρίες μεγάλης ηλικίας παραδέχονταν πως έκαναν προσευχές και παρακλήσεις στο Άγιο Δημήτριο για τη νίκη. Η είδηση της νίκης του ΠΑΟΚ πυροδότησε μία έκρηξη χαράς που εκφράζονταν με πανηγυρικό τρόπο.
Σε δημοσίευμα της εφημερίδας «Θεσσαλονίκη» στις 6 Ιουλίου 1972 διαβάζουμε τα σχόλια και την περιγραφή μιας ενθουσιώδους ατμόσφαιρας: «... Χθες ήταν η μέρα που πρόσμενε τόσο υπομονετικά ένας λαός πιστός, ένας κόσμος ανεπανάληπτος, απλησίαστος, φανταχτερός στις εκδηλώσεις του, ενθουσιώδεις στις ενέργειές του, ένας λαός καθοδηγητής της ομάδας που γεννήθηκε να παλεύει τίμια και καθαρά στους αγωνιστικούς χώρους... Ο συγκλονιστικός θρίαμβος της λαοφιλούς ενδεκάδας του βορρά δεν αποτελεί μόνο μια μεγάλη νίκη ενός μεμονωμένου συλλόγου. Πρόκειται για μια νίκη της αθλητικής επαρχίας, που έδειξε ακόμη μια φορά τις πραγματικές δυνατότητές της, τις εκρήξεις των ικανοτήτων της που απορρέουν από γνήσιους παίκτες...»
Η Ένωση Κωνσταντινουπολιτών και το Δημοτικό Συμβούλιο Θεσσαλονίκης εξέφρασαν τη χαρά τους με δημοσιοποίηση συγχαρητήριας επιστολής αλλά και πλήθος άλλων φορέων και συλλόγων μέσω τηλεφωνημάτων και τηλεγραφημάτων στα γραφεία του συλλόγου.
Τηλεφωνήματα στα γραφεία της εφημερίδας, ενημέρωναν πως παρόμοιες εκρήξεις χαράς και πανηγυρισμού εκδηλώθηκαν σε όλες τις πόλεις της Βόρειας Ελλάδας.
Ίδιας έντασης εκδηλώσεις και ίδια συναισθήματα υπερηφάνειας και καταξίωσης έζησε η Θεσσαλονίκη και το 1974 όταν ο ΠΑΟΚ κέρδισε μέσα στη Φιλαδέλφεια τον Ολυμπιακό κατακτώντας για δεύτερη φορά το Κύπελλο Ελλάδος. Η εφημερίδα «Θεσσαλονίκη» στις 17 Ιουλίου 1974 μας δίνει ενδιαφέρουσες πληροφορίες για την ατμόσφαιρα της ημέρας: «Πανηγύρι χαράς χθες το βράδυ στο Λευκό Πύργο! Κυκλωμένος από δέκα χιλιάδες τουλάχιστον οπαδούς του ΠΑΟΚ, γύρω στα μεσάνυχτα, έμοιαζε να συμμετέχει και αυτός στους πανηγυρισμούς, στο χορό που είχαν στήσει γύρω του οι ηρωικοί φίλαθλοι του «Δικεφάλου», κρατώντας ασπρόμαυρες σημαίες και κασκόλ και τραγουδώντας το «Μακεδονία Ξακουστή»...».
Σημαντική πληροφορία σχετικά με την κοινωνική διάσταση και επιρροή των νικών του ΠΑΟΚ αποτελεί το γεγονός πως οι κινηματογράφοι της πόλης ΑΛΕΞ, ΟΣΚΑΡ και ΑΛΚΥΟΝΙΣ πρόβαλαν το συγκεκριμένο αγώνα μέχρι το τέλος του μήνα.
Η κορυφαία διάκριση, το Πρωτάθλημα Ελλάδος, κατακτήθηκε και τυπικά από τον ΠΑΟΚ το 1976, όταν στις 2 Ιουνίου κέρδισε την ΑΕΚ, 1-0 με γκολ του Γκουερίνο, μέσα στην Τούμπα. Πενήντα χρόνια μετά την ίδρυσή του ο ΠΑΟΚ είχε πλέον καθιερωθεί ως μία από τις καλύτερες ομάδες πανελληνίως.
Οι πανελλήνιες διακρίσεις του ΠΑΟΚ συνέβαλαν σε μεγάλο βαθμό στην αλλαγή της στάσης των κατοίκων της περιφέρειας, που ένοιωσαν περήφανοι και καταξιωμένοι. Οι ποδοσφαιριστές της ομάδας αυτής, δίδαξαν στην ελληνική κοινωνία πως το κατεστημένο μπορεί με σκληρή και μεθοδική δουλειά να καταρριφθεί. Αυτή υπήρξε η μεγαλύτερη προσφορά του ΠΑΟΚ στην ελληνική κοινωνία.
Όπως μας μεταφέρουν οι ίδιοι οι πρωταγωνιστές το μέγεθος της ικανοποίησης του κόσμου φαίνεται από την εκτίμηση και το σεβασμό που τρέφει το κοινό πανελληνίως προς αυτούς ακόμη και σήμερα. Πλέον ο ΠΑΟΚ εκφράζει ένα μεγάλο τμήμα του φίλαθλου ελληνισμού εντός και εκτός της χώρας, αλλά πάντα παραμένει ιδιαίτερα αγαπητός στους πόντιους οι οποίοι δεν παρέλειψαν να εκφράσουν την συμπάθειά τους για το σύλλογο αυτό με δεκάδες τραγούδια.
Η ύπαρξη εκατοντάδων επισήμων και ανεπίσημων προσφυγικών αθλητικών συλλόγων δηλώνει πως οι πρόσφυγες σε όποιο σημείο της χώρας και αν εγκαταστάθηκαν φρόντισαν μετά τη δημιουργία εκκλησίας να ιδρύσουν μορφωτικούς και αθλητικούς συλλόγους. Αυτό που εξάγεται ως γενικότερο συμπέρασμα, μέσα από την έρευνα των προσφυγικών σωματείων, είναι πως οι πρόσφυγες αποτελούσαν ένα κομμάτι του ελληνισμού που όσο διέμενε εκτός των συνόρων της χώρας αλλά ακόμη και όταν εντάχθηκε σε αυτήν προσπαθούσε μέσω των συλλόγων να δηλώσει το συνανήκειν και την ελληνική του συνείδηση.
H παρούσα εισήγηση πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του 2ου Επιστημονικού Συνεδρίου με θέμα: «Ο ελληνισμός της Κωνσταντινούπολης μετά τη Συνθήκη Ανταλλαγής Πληθυσμών (1923-2016)» που διοργάνωσε το ΙΑΠΕ στις 29 Οκτωβρίου με 2 Νοεμβρίου του 2016 και πρόκειται να δημοσιευτεί στα Πρακτικά του Συνεδρίου που είναι υπό έκδοση.
Ευχαριστούμε θερμά την ιστορικό κα Μαρία Καζαντζίδου για την ευγενική παραχώρηση του πονήματός της το οποίο θα αποτελέσει έναυσμα περαιτέρω μελέτης της ιστορίας του Σωματείου μας και για άλλους ερευνητές στο άμεσο και απώτερο μέλλον.
Μαρία Καζαντζίδου
Ιστορικό στο ΙΑΠΕ Δ. Καλαμαριάς
Εδώ μπορείτε να βρείτε σε μία παρουσίαση, στοιχεία σχετικά με το πόνημα της κ. Καζαντζίδου: ΜΙΑ ΠΟΛΗ ΜΙΑ ΟΜΑΔΑ ΜΙΑ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ
Μαρία Καζαντζίδου - ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ
Η Μαρία Καζαντζίδου είναι απόφοιτος του τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Στο παρελθόν έχει εργαστεί ως εκπαιδευτικός δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης στον ιδιωτικό και στο δημόσιο τομέα, ως αρχαιολόγος στην 9η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων και ως υπάλληλος υποδοχής στον ΕΟΤ. Από το Νοέμβριο του 1999 εργάζεται στο Ιστορικό Αρχείο Προσφυγικού Ελληνισμού του Δήμου Καλαμαριάς ως ιστορικός ερευνητής. Τα ερευνητικά της ενδιαφέροντα αφορούν τους Έλληνες πρόσφυγες. Διοργανώνει και διεκπεραιώνει ερευνητικά προγράμματα συλλογής αρχειακών τεκμηρίων με ιδιαίτερη έμφαση στην ανάδειξη της προφορικής ιστορίας και τη συμβολή των προφορικών μαρτυριών ως ιστορική πηγή. Έχει καταγράψει εκατοντάδες ώρες προφορικής αφήγησης από ανταλλάξιμους πρόσφυγες, από εξαιρεθέντες Έλληνες της Κωνσταντινούπολης της Ίμβρου και της Τενέδου, της Κύπρου καθώς και παλαίμαχους αθλητές προσφυγικών συλλόγων όπως Μακεδονικός, ΒΑΟ, ΜΕΝΤ, Απόλλωνα Καλαμαριάς και ΠΑΟΚ. Παράλληλα διοργανώνει παρουσιάσεις βιβλίων, σεμινάρια, διαλέξεις και όλες τις άλλες εκδηλώσεις και υποχρεώσεις στο ΙΑΠΕ όπως αξιολόγηση και ταξινόμηση του υλικού, εκπαίδευση φοιτητών και εθελοντών, ενημερώσεις σε επισκέπτες, εξυπηρέτηση κοινού και άλλα. Συμμετέχει με ανακοινώσεις της σε επιστημονικά συνέδρια της Ελλάδος και του εξωτερικού, σε τηλεοπτικά αφιερώματα που σχετίζονται με τους Έλληνες πρόσφυγες και άρθρα της φιλοξενούνται σε διάφορες εκδόσεις που αφορούν τον προσφυγικό ελληνισμό.
Μαρία Καζαντζίδου - ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ
Η Μαρία Καζαντζίδου είναι απόφοιτος του τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Στο παρελθόν έχει εργαστεί ως εκπαιδευτικός δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης στον ιδιωτικό και στο δημόσιο τομέα, ως αρχαιολόγος στην 9η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων και ως υπάλληλος υποδοχής στον ΕΟΤ. Από το Νοέμβριο του 1999 εργάζεται στο Ιστορικό Αρχείο Προσφυγικού Ελληνισμού του Δήμου Καλαμαριάς ως ιστορικός ερευνητής. Τα ερευνητικά της ενδιαφέροντα αφορούν τους Έλληνες πρόσφυγες. Διοργανώνει και διεκπεραιώνει ερευνητικά προγράμματα συλλογής αρχειακών τεκμηρίων με ιδιαίτερη έμφαση στην ανάδειξη της προφορικής ιστορίας και τη συμβολή των προφορικών μαρτυριών ως ιστορική πηγή. Έχει καταγράψει εκατοντάδες ώρες προφορικής αφήγησης από ανταλλάξιμους πρόσφυγες, από εξαιρεθέντες Έλληνες της Κωνσταντινούπολης της Ίμβρου και της Τενέδου, της Κύπρου καθώς και παλαίμαχους αθλητές προσφυγικών συλλόγων όπως Μακεδονικός, ΒΑΟ, ΜΕΝΤ, Απόλλωνα Καλαμαριάς και ΠΑΟΚ. Παράλληλα διοργανώνει παρουσιάσεις βιβλίων, σεμινάρια, διαλέξεις και όλες τις άλλες εκδηλώσεις και υποχρεώσεις στο ΙΑΠΕ όπως αξιολόγηση και ταξινόμηση του υλικού, εκπαίδευση φοιτητών και εθελοντών, ενημερώσεις σε επισκέπτες, εξυπηρέτηση κοινού και άλλα. Συμμετέχει με ανακοινώσεις της σε επιστημονικά συνέδρια της Ελλάδος και του εξωτερικού, σε τηλεοπτικά αφιερώματα που σχετίζονται με τους Έλληνες πρόσφυγες και άρθρα της φιλοξενούνται σε διάφορες εκδόσεις που αφορούν τον προσφυγικό ελληνισμό.